Στο σύγχρονο νομικό και πολιτικό πολιτισμό η οργάνωση, διάκριση και αντιστάθμιση των εξουσιών-λειτουργιών, αποτελεί τη βάση του πολιτεύματος.
Η διάκριση αυτή επιβάλει στα κρατικά Όργανα να δρουν μόνο βάσει των αρμοδιοτήτων που τους απονέμονται από το Σύνταγμα, και φυσικά από τους προβλεπόμενους (από το Σύνταγμα) Νόμους.
Η συγκρότηση της Πολιτείας δεν αφορά μόνο στη διάκριση των λειτουργιών. Αφορά και στη θέσπιση δικαιωμάτων, πολλά των οποίων εντάσσονται στο σκληρό πυρήνα –μη αναθεωρητέο, της συνταγματικής τάξης. Τα συνταγματικώς δε κατοχυρωμένα δικαιώματα προσδιορίζουν σε μέγιστο βαθμό τις σχέσεις του κράτους με τον πολίτη, αλλά και τη σχέση των πολιτών μεταξύ τους.
Αυτές οι σχέσεις του κράτους με τον πολίτη, αλλά και των πολιτών μεταξύ τους, εντάσσονται τόσο στο συνταγματικό δικαίωμα της δικαστικής ακρόασης και προστασίας, όσο και σε άλλες ρυθμίσεις ατομικών αλλά και πολιτικών δικαιωμάτων που υπάγονται στο σκληρό πυρήνα της συνταγματικής τάξης.
Ζητήματα όπως: η ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του Νόμου, το δικαίωμα του καθενός για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, η συμμετοχή στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, το απαραβίαστο της προσωπικής ελευθερίας, η μη καταδίωξη, μη σύλληψη αλλά ούτε και φυλάκιση με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, παρά μόνο όταν και όπως ο Νόμος ορίζει, καθώς και το απαραβίαστο της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, αφορούν έννομα αγαθά τα οποία αφενός υπερασπίζεται με το σκληρό πυρήνα της η συνταγματική τάξη και αφετέρου υπάγονται σύμφωνα με τις πρόνοιες των ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων δικαίου, στην κρίση και στη δικαιοδοτική αρμοδιότητα των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών.
Στο πλαίσιο αυτών των προνοιών βασικό έννομο αγαθό είναι η ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας έναντι των άλλων δύο συντεταγμένων εξουσιών, νομοθετικής και εκτελεστικής.
Ενταύθα εγείρονται ορισμένα ερωτήματα: α) κατά πόσον η δικαστική λειτουργία είναι «ισότιμη» της νομοθετικής λειτουργίας, καθόσον ελέγχει τη συνταγματικότητα των κανόνων που θεσπίζει και β) κατά πόσον η διακεκριμένη λειτουργία της δικαιοσύνης μπορεί να οδηγήσει σε «κράτος δικαστών».
Ως προ το πρώτο ερώτημα, της «ισοτιμίας» δηλαδή της δικαστικής λειτουργίας έναντι της νομοθετικής, η απάντηση είναι ότι η αναγνώριση αυτής της «ισοτιμίας» αφορά κατ’ αρχήν παραβίαση της δημοκρατικής αρχής. Και τούτο γιατί με αυτή την «ισοτιμία» εξομοιώνεται η θεσμική και πολιτική βαρύτητα της βούλησης της λαϊκής αντιπροσωπείας (Βουλής) με τη δικαστική λειτουργία.
Άλλωστε, η υπεροχή της νομοθετικής λειτουργίας είναι αυταπόδεικτη, πρωτίστως γιατί νομιμοποιείται από το εκλογικό σώμα που είναι το ανώτατο όργανο της Πολιτείας, αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι στη Βουλή ανήκει το δικαίωμα της νομοθετικής εξουσίας.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα, η έννομη τάξη δεν μπορεί να ευρίσκεται στο εκκρεμές της «οιονεί ιεροκρατίας» που θα αφορά ένα «κράτος δικαστών» ή της «οιονεί πολιτειοκρατίας» που θα αφορά «δικαιοσύνη υποταγμένη στην εκτελεστική λειτουργία» –ορθότερα στην εκάστοτε κυβέρνηση.
Ο τρόπος επιλογής των ανωτάτων κλιμακίων της δικαιοσύνης, όπως λαμβάνει χώρα μέχρι σήμερα, αφήνει σε κακόπιστους περιθώρια κριτικής για απόπειρα ελέγχου της πολιτικής εξουσίας στα ανώτατα, και δι’ αυτών στα ανώτερα κλιμάκια της δικαιοσύνης.
Η επιβαλλόμενη συνταγματική αναθεώρηση που δεν θα επιτρέψει «κράτος δικαστών» αλλά ούτε και «δικαιοσύνη υποταγμένη στην εκτελεστική λειτουργία», επιβάλλει την αναθεώρηση του τρόπου επιλογής των ανώτατων θέσεων των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, από ένα ευρύ «εκλογικό σώμα», όπως ο Νόμος θα ορίζει.
Μια άποψη μπορεί να είναι η συγκρότηση «εκλογικού σώματος» υπό την Προεδρία του Υπουργού Δικαιοσύνης με «ανάλογη» συμμετοχή των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων του Κοινοβουλίου, των Νομικών Σχολών της χώρας, των οικείων Συνδικαλιστικών Οργανώσεων των δικαστών και εισαγγελέων, καθώς και ικανού αριθμού εκπροσώπων των μεγαλυτέρων Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας.
——————————————–
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC- EU).